↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκό τα κοκά
      γενική του κοκού των κοκών
    αιτιατική το κοκό τα κοκά
     κλητική κοκό κοκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

και ως άκλιτο

  Ετυμολογία

επεξεργασία

1 κοκό < κοκαΐνη

2, 3, 4 κοκό < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκό ουδέτερο (κλιτό και άκλιτο)

  1. κοκαΐνη
    Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό, / πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο, / κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές, / σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
     συνώνυμα:: κόκα
  2. (σκωπτικό) συνουσία
  3. (στην παιδική γλώσσα) αβγό
  4. (στην παιδική γλώσσα) γλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία