διεγερτικός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διεγερτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεγερτικός < διεγείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; }< διά + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.e.ʝeɾ.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐γερ‐τι‐κός
Επίθετο Επεξεργασία
διεγερτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διέγερση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ειδικότερα) που έχει σχέση με την σεξουαλική διέγερση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Αντώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
- διεγερτικά
- → δείτε τις λέξεις διεγείρω και εγείρω
Μεταφράσεις Επεξεργασία
διεγερτικός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
διεγερτικός, -ή, -όν
Πηγές Επεξεργασία
- διεγερτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.