kokaino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kokaino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokaino | kokainoj |
αιτιατική | kokainon | kokainojn |
kokaino (eo)
- η κοκαΐνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokaino | kokainoj |
αιτιατική | kokainon | kokainojn |
kokaino (eo)