ορεινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορεινός | η | ορεινή | το | ορεινό |
γενική | του | ορεινού | της | ορεινής | του | ορεινού |
αιτιατική | τον | ορεινό | την | ορεινή | το | ορεινό |
κλητική | ορεινέ | ορεινή | ορεινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορεινοί | οι | ορεινές | τα | ορεινά |
γενική | των | ορεινών | των | ορεινών | των | ορεινών |
αιτιατική | τους | ορεινούς | τις | ορεινές | τα | ορεινά |
κλητική | ορεινοί | ορεινές | ορεινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορεινός < αρχαία ελληνική ὀρεινός < ὄρος
Επίθετο
επεξεργασίαορεινός -ή, -ό
- που προέρχεται από βουνό
- που σχετίζεται με βουνό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Ορεινοί (ιστορία-πολιτική)
- ορεινότητα
- → δείτε τη λέξη όρος