Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονόχρωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιονόχρως

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονόχρωτος

  • (μεταφορικά) (για επιδερμίδα) λευκός σαν χιόνι
    ※  12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Οδοιπορικόν, Πρώτος Λόγος, στίχοι 158-162 @thesis.ekt.gr
    ἀλλ᾽, ὥσπερ ἦν σύνηθες, εἰσιόντί μοι
    αἴφνης ὁρᾶται χιονόχρωτος κόρη
    καὶ τοῦ προσώπου τῆς φεραυγοῦς λαμπάδος
    φωτός πυριμάρμαρον ἐκφέρει σέλας
    καὶ καταλάμπει καὶ διώκει τὸν ζόφον
    Όμως, όπως συνηθίζεται, καθώς έμπαινα εγώ,
    ξαφνικά εμφανίζεται μια κόρη, με δέρμα σαν το χιόνι
    από τον φωτεινό πυρσό του προσώπου της
    βγάζει λάμψει(sic) φωτεινή, σαν το κόκκινο μάρμαρο,
    και καταλάμπει και διώχνει το σκοτάδι
    Μετάφραση: Χρυσόγελος Κωνσταντίνος, Το Οδοιπορικόν του Κωνσταντίνου Μανασσή: κριτική έκδοση - μετάφραση - σχόλια, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2015, σελ. 127, σελ. 179
     συνώνυμα: χιονόχρους

Συγγενικά

επεξεργασία