Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονόκτυπος < χιών + κτυπέω

  Επίθετο επεξεργασία

χιονόκτυπος, ος, ον

ὦ Πάν Πάν ἁλίπλαγκτε, Κυλλανίας χιονοκτύπου πετραίας ἀπό δειράδος φάνηθ᾽, ὦ θεῶν χοροποί ἄναξ (Σοφοκλής, Αίας)

Συνώνυμα επεξεργασία