Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χιονόβλητος τὸ χιονόβλητον
      γενική τοῦ/τῆς χιονοβλήτου τοῦ χιονοβλήτου
      δοτική τῷ/τῇ χιονοβλήτ τῷ χιονοβλήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν χιονόβλητον τὸ χιονόβλητον
     κλητική ! χιονόβλητε χιονόβλητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χιονόβλητοι τὰ χιονόβλητ
      γενική τῶν χιονοβλήτων τῶν χιονοβλήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς χιονοβλήτοις τοῖς χιονοβλήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χιονοβλήτους τὰ χιονόβλητ
     κλητική ! χιονόβλητοι χιονόβλητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χιονοβλήτω τὼ χιονοβλήτω
      γεν-δοτ τοῖν χιονοβλήτοιν τοῖν χιονοβλήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονόβλητος < (χιών) χιονό- + -βλητος (βάλλω)

  Επίθετο επεξεργασία

χιονόβλητος, ος, ον

  Πηγές επεξεργασία