χιονόβλητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχιονόβλητος, ος, ον
- χιονοχτυπημένος, που τον χτυπά αλύπητα η κακοκαιρία και το χιόνι
- ※ Ὀλύμπου κορυφαῖς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε (Αριστοφάνης, Νεφέλες, 270.)
Πηγές
επεξεργασία- χιονόβλητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιονόβλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.