↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονοβόλος η χιονοβόλα το χιονοβόλο
      γενική του χιονοβόλου της χιονοβόλας του χιονοβόλου
    αιτιατική τον χιονοβόλο τη χιονοβόλα το χιονοβόλο
     κλητική χιονοβόλε χιονοβόλα χιονοβόλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονοβόλοι οι χιονοβόλες τα χιονοβόλα
      γενική των χιονοβόλων των χιονοβόλων των χιονοβόλων
    αιτιατική τους χιονοβόλους τις χιονοβόλες τα χιονοβόλα
     κλητική χιονοβόλοι χιονοβόλες χιονοβόλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοβόλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χιονοβόλος. Συγχρονικά αναλύεται σε χιονο- + -βόλος (βάλλω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ço.noˈvo.los/ & /çi.o.noˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐ο‐νο‐βό‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονοβόλος, -α, -ο

  1. (μετεωρολογία) που ρίχνει χιόνι, φέρνει χιόνι, που παρατηρούνται χιονοπτώσεις στην διάρκειά του
    ⮡  χιονοβόλος αγέρας, χιονοβόλος Μάρτης, τα μερομήνια δείχνουν ότι ο χειμώνας θα είναι κρύος και χιονοβόλος
  2. (παρωχημένο) μετεωρολογικός όρος παλιότερα για την ημέρα κατά την οποία παρατηρείτο χιονόπτωση σε μια περιοχή (σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος ημέρες χιονοπτώσεων")
    ⮡  Ο ετήσιος κανονικός αριθμός χιονοβόλων ημερών εν Αθήναις είναι 4-9, ο δε μέγιστος 18, ως συνέβη το 1874

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χιονοβόλος τὸ χιονοβόλον
      γενική τοῦ/τῆς χιονοβόλου τοῦ χιονοβόλου
      δοτική τῷ/τῇ χιονοβόλ τῷ χιονοβόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν χιονοβόλον τὸ χιονοβόλον
     κλητική ! χιονοβόλε χιονοβόλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χιονοβόλοι τὰ χιονοβόλ
      γενική τῶν χιονοβόλων τῶν χιονοβόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς χιονοβόλοις τοῖς χιονοβόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χιονοβόλους τὰ χιονοβόλ
     κλητική ! χιονοβόλοι χιονοβόλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χιονοβόλω τὼ χιονοβόλω
      γεν-δοτ τοῖν χιονοβόλοιν τοῖν χιονοβόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοβόλος < αρχαία ελληνική (χιών) χιονο- + -βόλος (βάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονοβόλος,-ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. (μετεωρολογία) χειμωνιάτικος, εποχή του χιονιού
    ⮡  χιονοβόλος ὥρα (Πλούταρχος)
  2. (μετεωρολογία)χιονοσκεπής, καλυμμένος με χιόνια
    ⮡  ἄμφω γάρ χιονόβολα τά ὄρη και πετρώδη (Στράβων, 9.2.25)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία