μερομήνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μερομήνια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | μερομήνια | ||
κλητική | μερομήνια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɾoˈmi.ɲa/ (συγκρίνετε με το ημερομηνία)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρο‐μή‐νια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μερομήνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (δημοτική, οικείο, λαογραφία) οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου, κατά τις οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, κάποιοι μπορούν να προβλέψουν τον καιρό που θα κάνει τους επόμενους δώδεκα μήνες
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μερομήνια
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μερομήνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας