χιονοσκεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χιονοσκεπής | η | χιονοσκεπής | το | χιονοσκεπές |
γενική | του | χιονοσκεπούς* | της | χιονοσκεπούς | του | χιονοσκεπούς |
αιτιατική | τον | χιονοσκεπή | τη | χιονοσκεπή | το | χιονοσκεπές |
κλητική | χιονοσκεπή(ς) | χιονοσκεπής | χιονοσκεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χιονοσκεπείς | οι | χιονοσκεπείς | τα | χιονοσκεπή |
γενική | των | χιονοσκεπών | των | χιονοσκεπών | των | χιονοσκεπών |
αιτιατική | τους | χιονοσκεπείς | τις | χιονοσκεπείς | τα | χιονοσκεπή |
κλητική | χιονοσκεπείς | χιονοσκεπείς | χιονοσκεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ço.no.sceˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐σκε‐πής
Επίθετο
επεξεργασίαχιονοσκεπής
- σκεπασμένος / καλυμμένος από χιόνι
- ※ Έρχονται οι επισκέπται και επάνω από τα χιονοσκεπή όρη, ανέρχονται και από τας βαθείας κοιλάδας· αλλά τότε πρέπει να αναβαίνουν πολλάς ώρας· και ενώ αναβαίνουν, βυθίζεται πάλιν η κοιλάς βαθύτερον και βλέπουν κάτω μέσα εις αυτήν, σαν να έβλεπον από αερόστατον. ("Η Νεράιδα του Πάγου", του Αντερσεν, μετάφραση Αναστασίας Χατζηαράπη, εκδ. 1914)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χιονοσκεπής