↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονοσκεπασμένος η χιονοσκεπασμένη το χιονοσκεπασμένο
      γενική του χιονοσκεπασμένου της χιονοσκεπασμένης του χιονοσκεπασμένου
    αιτιατική τον χιονοσκεπασμένο τη χιονοσκεπασμένη το χιονοσκεπασμένο
     κλητική χιονοσκεπασμένε χιονοσκεπασμένη χιονοσκεπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονοσκεπασμένοι οι χιονοσκεπασμένες τα χιονοσκεπασμένα
      γενική των χιονοσκεπασμένων των χιονοσκεπασμένων των χιονοσκεπασμένων
    αιτιατική τους χιονοσκεπασμένους τις χιονοσκεπασμένες τα χιονοσκεπασμένα
     κλητική χιονοσκεπασμένοι χιονοσκεπασμένες χιονοσκεπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοσκεπασμένος < χιονο- + σκεπασμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ço.no.sce.paˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐σκε‐πα‐σμέ‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονοσκεπασμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία