Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπασμένος η σκεπασμένη το σκεπασμένο
      γενική του σκεπασμένου της σκεπασμένης του σκεπασμένου
    αιτιατική τον σκεπασμένο τη σκεπασμένη το σκεπασμένο
     κλητική σκεπασμένε σκεπασμένη σκεπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεπασμένοι οι σκεπασμένες τα σκεπασμένα
      γενική των σκεπασμένων των σκεπασμένων των σκεπασμένων
    αιτιατική τους σκεπασμένους τις σκεπασμένες τα σκεπασμένα
     κλητική σκεπασμένοι σκεπασμένες σκεπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sce.paˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκε‐πα‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

σκεπασμένος, -η, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία