σκεπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sce.paˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐πα‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
σκεπασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκεπάζω
- ≠ αντώνυμα: ξεσκεπασμένος, ξεσκέπαστος
- → δείτε και τη λέξη σκεπαστός
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Όροι με σκεπασμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)