↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσκέπαστος η ξεσκέπαστη το ξεσκέπαστο
      γενική του ξεσκέπαστου της ξεσκέπαστης του ξεσκέπαστου
    αιτιατική τον ξεσκέπαστο την ξεσκέπαστη το ξεσκέπαστο
     κλητική ξεσκέπαστε ξεσκέπαστη ξεσκέπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσκέπαστοι οι ξεσκέπαστες τα ξεσκέπαστα
      γενική των ξεσκέπαστων των ξεσκέπαστων των ξεσκέπαστων
    αιτιατική τους ξεσκέπαστους τις ξεσκέπαστες τα ξεσκέπαστα
     κλητική ξεσκέπαστοι ξεσκέπαστες ξεσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσκέπαστος < ξεσκεπάζω < ξε και σκεπάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεσκέπαστος

  1. ο ξέσκεπος, που έχει αφαιρέσει ή του έχει αφαιρέσει άλλος το σκέπασμα (συνήθως για άνθρωπο που κοιμάται ή ξεκουράζεται)
    Με πήρε ο ύπνος ξεσκέπαστο και έπαθα ψύξη
  2. το μέλος του σώματος που είναι ακάλυπτο
    Μην αφήνεις ξεσκέπαστα τα πόδια σου, θα σε φάνε τα κουνούπια
  3. το σκεύος που δεν είναι σκεπασμένο, που δεν έχει στα χείλη του καπάκι
  4. το αντικείμενο που δεν είναι καλυμμένο (π.χ. το ΙΧ που δεν φέρει κουκούλα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία