uncovered
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαuncovered (en)
- ακάλυπτος, ξεσκέπαστος
- ⮡ The ditch was uncovered.
- Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
- ⮡ Don’t leave the pot uncovered.
- Μην αφήνεις ξεσκέπαστη την κατσαρόλα.
- ⮡ The ditch was uncovered.