↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέσκεπος η ξέσκεπη το ξέσκεπο
      γενική του ξέσκεπου της ξέσκεπης του ξέσκεπου
    αιτιατική τον ξέσκεπο την ξέσκεπη το ξέσκεπο
     κλητική ξέσκεπε ξέσκεπη ξέσκεπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέσκεποι οι ξέσκεπες τα ξέσκεπα
      γενική των ξέσκεπων των ξέσκεπων των ξέσκεπων
    αιτιατική τους ξέσκεπους τις ξέσκεπες τα ξέσκεπα
     κλητική ξέσκεποι ξέσκεπες ξέσκεπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέσκεπος < ξεσκεπάζω ή ξεσκέπαστος ή κατ' άλλη θεωρία αντιστρόφως, δηλαδή το ξεσκεπάζω από το ξέσκεπος < ξε στερητικό και σκέπη

  Επίθετο

επεξεργασία

ξέσκεπος

  1. ασκεπής, χωρίς σκεπή, σε εκτεθειμένο χώρο
    • Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό (Οδυσσέας Ελύτης, "Το Μονόγραμμα")
    • Η τρικυμία εξακολουθεί. Εφθάσαμεν, αυθέντα μου καλέ μου. Έμβα μέσα. Την νύκτα, εις τα ξέσκεπα, με τόσην τρικυμίαν, δεν είναι άνθρωπος ν' αντέχη ("Βασιλιάς Λήρ", μετάφραση Δημ. Βικέλα)
  2. ξεσκέπαστος
    • Θα πουντιάσεις αν κοιμηθείς ξέσκεπος στη βεράντα, ρίξε ένα σεντόνι επάνω σου
  3. σε κοινή θέα, φανερωμένος, ακάλυπτος, αποκαλυμμένος
    • δεν αποτρελλαίνεται ο κόσμος εκεί με τέτοια φυσικά νανουρίσματα κι ονειριάσματα, παρά κοιτάζει την ωριόφαντη τη φύση καθώς κοπέλλα κοιτάζει τα ξέσκεπα κάλλη της στον καθρέφτη. (Αργύρης Εφταλιώτης, "Η Μαζώχτρα")
    • Κάθε φορά που ήθελεν έβγει από το παλάτι της διά να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν έβγαινε ξέσκεπη εις το πρόσωπον (Παραμύθια της Χαλιμάς, έκδοση 1921, Μιχ. Σαλίβερου)
  4. χωρίς καπέλο
    • κι εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες (Κώστας Κρυστάλλης, "Η εικόνα")

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία