Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκαλυμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποκαλυμμέν
ος
η
αποκαλυμμέν
η
το
αποκαλυμμέν
ο
γενική
του
αποκαλυμμέν
ου
της
αποκαλυμμέν
ης
του
αποκαλυμμέν
ου
αιτιατική
τον
αποκαλυμμέν
ο
την
αποκαλυμμέν
η
το
αποκαλυμμέν
ο
κλητική
αποκαλυμμέν
ε
αποκαλυμμέν
η
αποκαλυμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποκαλυμμέν
οι
οι
αποκαλυμμέν
ες
τα
αποκαλυμμέν
α
γενική
των
αποκαλυμμέν
ων
των
αποκαλυμμέν
ων
των
αποκαλυμμέν
ων
αιτιατική
τους
αποκαλυμμέν
ους
τις
αποκαλυμμέν
ες
τα
αποκαλυμμέν
α
κλητική
αποκαλυμμέν
οι
αποκαλυμμέν
ες
αποκαλυμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποκαλυμμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποκαλύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποκαλυμμένος
αγγλικά
:
revealed
(en)
,
uncovered
(en)