φανερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φανερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φανερώνω
Μετοχή
επεξεργασία
φανερωμένος
- που έχει φανερωθεί, έχει γίνει φανερός
- φανερωμένο μυστικό (αυτό που εξέθεσε κάποιος ή βγήκε μόνο του στην επιφάνεια)
- η φανερωμένη εικόνα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φανερωμένος
|