Ετυμολογία

επεξεργασία
Φανερωμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής φανερωμένος του ρήματος φανερώνομαι

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φανερωμένη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία