Ετυμολογία

επεξεργασία
Φανερωμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής φανερωμένος του ρήματος φανερώνομαι

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φανερωμένη

  1. (χριστιανισμός) προσωνυμία της Παναγίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις μοναστηριών και εκκλησιών το εικόνισμά της ήταν κρυμμένο και φανερώθηκε με θαυματουργό τρόπο
      η Φανερωμένη της Σαλαμίνας
  2. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία