Φανερωμένη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φανερωμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής φανερωμένος του ρήματος φανερώνομαι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φανερωμένη
- Προσωνυμία της Παναγίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις μοναστηριών και εκκλησιών το εικόνισμά της ήταν κρυμμένο και φανερώθηκε με θαυματουργό τρόπο
- η Φανερωμένη της Σαλαμίνας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Φανερωμένη
|