τσαμπάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσαμπάς | οι | τσαμπάδες |
γενική | του | τσαμπά | των | τσαμπάδων |
αιτιατική | τον | τσαμπά | τους | τσαμπάδες |
κλητική | τσαμπά | τσαμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαμπάς < αβέβαιης ρίζας, αλλά πάντως ξενικής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαμπάς αρσενικό
- ηπειρώτικη λέξη για το μακρύ μαλλί
- η αλογοουρά στα μαλλιά