αλογοουρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλογοουρά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλογοουρά θηλυκό
- η ουρά του αλόγου
- είδος χτενίσματος όπου τα μαλλιά δένονται με ένα λαστιχάκι και κρέμονται σαν "ουρά" αλόγου στο πίσω μέρος του κεφαλιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλογοουρά
|