Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλογοουρά οι αλογοουρές
      γενική της αλογοουράς των αλογοουρών
    αιτιατική την αλογοουρά τις αλογοουρές
     κλητική αλογοουρά αλογοουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλογοουρά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλογοουρά θηλυκό

 
καφέ άλογο με μαύρη αλογοουρά
 
γυναίκα με αλογοουρά
  1. η ουρά του αλόγου
  2. είδος χτενίσματος όπου τα μαλλιά δένονται με ένα λαστιχάκι και κρέμονται σαν "ουρά" αλόγου στο πίσω μέρος του κεφαλιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία