Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκεπής η ασκεπής το ασκεπές
      γενική του ασκεπούς* της ασκεπούς του ασκεπούς
    αιτιατική τον ασκεπή την ασκεπή το ασκεπές
     κλητική ασκεπή(ς) ασκεπής ασκεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκεπείς οι ασκεπείς τα ασκεπή
      γενική των ασκεπών των ασκεπών των ασκεπών
    αιτιατική τους ασκεπείς τις ασκεπείς τα ασκεπή
     κλητική ασκεπείς ασκεπείς ασκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκεπής < (ελληνιστική κοινή) ἀσκεπής

  Επίθετο επεξεργασία

ασκεπής, -ής, -ές

  1. που δεν φοράει καπέλο ή άλλο κάλυμμα της κεφαλής
  2. που δεν έχει σκεπή (π.χ. οίκημα)
  3. που είναι απροστάτευτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία