Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουντιάζω < πούντα < ιταλική punta

  Ρήμα επεξεργασία

πουντιάζω

  1. (αμετάβατο) παθαίνω πνευμονικό κρυολόγημα
    ※  Λόγω κρύου, όσες κυρίες πρόλαβα να δω βρίσκονταν γύρω από μια σόμπα για να μην πουντιάσουν. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να πάθει κρυολόγημα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία