κρυολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυολόγημα < κρυολογώ [κρύο+λόγος]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυολόγημα ουδέτερο
- η μεταδοτική αρρώστια που προκαλείται από ιό, με συμπτώματα συνάχι, βήχα, πονόλαιμο και χαμηλή θερμοκρασία