Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυολογώ < κρύο + -λογώ

κρυολογώ, πρτ.: κρυολογούσα, στ.μέλλ.: θα κρυολογήσω, αόρ.: κρυολόγησα, μτχ.π.π.: κρυολογημένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία