κρυολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρυολογώ
Μετοχή
επεξεργασίακρυολογημένος, -η, -ο
- που έχει κρυολογήσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρυολογημένος
|
κρυολογημένος, -η, -ο
|