↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυωμένος η κρυωμένη το κρυωμένο
      γενική του κρυωμένου της κρυωμένης του κρυωμένου
    αιτιατική τον κρυωμένο την κρυωμένη το κρυωμένο
     κλητική κρυωμένε κρυωμένη κρυωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυωμένοι οι κρυωμένες τα κρυωμένα
      γενική των κρυωμένων των κρυωμένων των κρυωμένων
    αιτιατική τους κρυωμένους τις κρυωμένες τα κρυωμένα
     κλητική κρυωμένοι κρυωμένες κρυωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρυώνω

κρυωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία