Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρυωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρυωμέν
ος
η
κρυωμέν
η
το
κρυωμέν
ο
γενική
του
κρυωμέν
ου
της
κρυωμέν
ης
του
κρυωμέν
ου
αιτιατική
τον
κρυωμέν
ο
την
κρυωμέν
η
το
κρυωμέν
ο
κλητική
κρυωμέν
ε
κρυωμέν
η
κρυωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρυωμέν
οι
οι
κρυωμέν
ες
τα
κρυωμέν
α
γενική
των
κρυωμέν
ων
των
κρυωμέν
ων
των
κρυωμέν
ων
αιτιατική
τους
κρυωμέν
ους
τις
κρυωμέν
ες
τα
κρυωμέν
α
κλητική
κρυωμέν
οι
κρυωμέν
ες
κρυωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρυωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κρυώνω
Μετοχή
επεξεργασία
κρυωμένος, -η, -ο
που έχει
κρυώσει
, που έχει
κρυολογήσει
Συνώνυμα
επεξεργασία
κρυολογημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρυωμένος
γαλλικά
:
enrhumé
(fr)