αδιαθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιαθετώ < αδιάθετος
Ρήμα
επεξεργασίααδιαθετώ
- αρρωσταίνω ελαφρά
- (για γυναίκες) έχω την έμμηνο ρύση μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδιαθετώ | αδιαθετούσα | θα αδιαθετώ | να αδιαθετώ | αδιαθετώντας | |
β' ενικ. | αδιαθετείς | αδιαθετούσες | θα αδιαθετείς | να αδιαθετείς | (αδιαθέτει) | |
γ' ενικ. | αδιαθετεί | αδιαθετούσε | θα αδιαθετεί | να αδιαθετεί | ||
α' πληθ. | αδιαθετούμε | αδιαθετούσαμε | θα αδιαθετούμε | να αδιαθετούμε | ||
β' πληθ. | αδιαθετείτε | αδιαθετούσατε | θα αδιαθετείτε | να αδιαθετείτε | αδιαθετείτε | |
γ' πληθ. | αδιαθετούν(ε) | αδιαθετούσαν(ε) | θα αδιαθετούν(ε) | να αδιαθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδιαθέτησα | θα αδιαθετήσω | να αδιαθετήσω | αδιαθετήσει | ||
β' ενικ. | αδιαθέτησες | θα αδιαθετήσεις | να αδιαθετήσεις | αδιαθέτησε | ||
γ' ενικ. | αδιαθέτησε | θα αδιαθετήσει | να αδιαθετήσει | |||
α' πληθ. | αδιαθετήσαμε | θα αδιαθετήσουμε | να αδιαθετήσουμε | |||
β' πληθ. | αδιαθετήσατε | θα αδιαθετήσετε | να αδιαθετήσετε | αδιαθετήστε | ||
γ' πληθ. | αδιαθέτησαν αδιαθετήσαν(ε) |
θα αδιαθετήσουν(ε) | να αδιαθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδιαθετήσει | είχα αδιαθετήσει | θα έχω αδιαθετήσει | να έχω αδιαθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδιαθετήσει | είχες αδιαθετήσει | θα έχεις αδιαθετήσει | να έχεις αδιαθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδιαθετήσει | είχε αδιαθετήσει | θα έχει αδιαθετήσει | να έχει αδιαθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδιαθετήσει | είχαμε αδιαθετήσει | θα έχουμε αδιαθετήσει | να έχουμε αδιαθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδιαθετήσει | είχατε αδιαθετήσει | θα έχετε αδιαθετήσει | να έχετε αδιαθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδιαθετήσει | είχαν αδιαθετήσει | θα έχουν αδιαθετήσει | να έχουν αδιαθετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιαθετώ