πούντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πούντα | οι | πούντες |
γενική | της | πούντας | — | |
αιτιατική | την | πούντα | τις | πούντες |
κλητική | πούντα | πούντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπούντα θηλυκό
- (οικείο) πνευμονικό κρυολόγημα
- βγήκα έξω χτες με τη βροχή, κι άρπαξα μια πούντα
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) το άκρο ακρωτηρίου[2], λωρίδα στεριάς που προεξέχει προς τη θάλασσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πούντα
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπούντα άκλιτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πούντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Δείτε το κεφάλαιο: Μουσική στο λήμμα
- Garifuna στην αγγλική Βικιπαίδεια