couvert
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- couvert, μετοχή του couvrir
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcouvert (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couvert | couverts |
couvert (fr) αρσενικό
- το τραπεζομάντηλο με τις χαρτοπετσέτες, τα μαχαίρια, τα κουτάλια, κλπ., με τα οποία ετοιμάζουμε ένα τραπέζι για το γεύμα
- mettre le couvert
- ranger le couvert
- ôter le couvert
- (ειδικότερα) πιάτο, χαρτοπετσέτα, κλπ., που δίνουμε σε κάθε ομοτράπεζο
- donnez-moi mon couvert
- une table de vingt-quatre couverts
- avoir toujours son couvert mis dans une maison, chez quelqu’un, είμαι σίγουρος ότι θα με υποδεχτούν και θα με προσκαλέσουν σε τραπέζι σαν φίλο της οικογένειας
- θήκη με κουτάλι, πηρούνι και μαχαίρι
- il emporte toujours son couvert à la campagne, en voyage
- ένα κουτάλι και ένα πηρούνι μαζί
- une douzaine de couverts d’argent
- couvert de vermeil
- η στέγη, το κατάλυμα. Με αυτή την έννοια, χρησιμοποιείται μόνο με το οριστικό άρθρο « le »
- donner le couvert à quelqu’un
- il n’y est pas nourri, il n’a que le couvert
- il y a le vivre et le couvert
- σκιερός δεντροφυτεμένος τόπος
- il y a un couvert dans ce jardin
- mettons-nous sous ce couvert
- η εμφάνιση ή η διεύθυνση ενός δέματος
- cela est arrivé franc de port sous le couvert du ministre
- (μεταφορικά) …
- sous le couvert de, λαμβάνοντας την όψη, την εμφάνιση του/της
- il accomplit toutes ces trahisons sous le couvert de l’amitié, sous le couvert de l’intérêt qu’il prétend nous porter
- ces odieuses persécutions eurent lieu sous le couvert de la justice
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαà couvert de
- λέγεται για έναν τόπο όπου κάποιος μπορεί να προφυλαχτεί από βροχή, άνεμο ή οποιονδήποτε κίνδυνο
- être à couvert de l’orage, de la pluie
- il ne craint point le mauvais temps, il est à couvert
- il s’est mis à couvert
- être à couvert du danger, à couvert des obus
- être à couvert d’un bois, d’un marais d’une rivière, etc. - προστατεύομαι χάρη σε ένα δάσος, ένα έλος, κλπ.
- être à couvert de ses ennemis
- être à couvert de la nécessité
- mettre sa réputation à couvert de tout soupçon
- son honneur est à couvert
- (οικονομία) …
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcouvert (fr)
- μετοχή του ρήματος couvrir στο αρσενικό του ενικού