Ετυμολογία

επεξεργασία
couvert, μετοχή του couvrir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.vɛʁ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

couvert (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couvert couverts
 
le couvert est mis pour deux (1)

couvert (fr) αρσενικό

  1. το τραπεζομάντηλο με τις χαρτοπετσέτες, τα μαχαίρια, τα κουτάλια, κλπ., με τα οποία ετοιμάζουμε ένα τραπέζι για το γεύμα
    • mettre le couvert
    • ranger le couvert
    • ôter le couvert
  2. (ειδικότερα) πιάτο, χαρτοπετσέτα, κλπ., που δίνουμε σε κάθε ομοτράπεζο
    • donnez-moi mon couvert
    • une table de vingt-quatre couverts
    • avoir toujours son couvert mis dans une maison, chez quelqu’un, είμαι σίγουρος ότι θα με υποδεχτούν και θα με προσκαλέσουν σε τραπέζι σαν φίλο της οικογένειας
  3. θήκη με κουτάλι, πηρούνι και μαχαίρι
    • il emporte toujours son couvert à la campagne, en voyage
  4. ένα κουτάλι και ένα πηρούνι μαζί
    • une douzaine de couverts d’argent
    • couvert de vermeil
  5. η στέγη, το κατάλυμα. Με αυτή την έννοια, χρησιμοποιείται μόνο με το οριστικό άρθρο « le »
    • donner le couvert à quelqu’un
    • il n’y est pas nourri, il n’a que le couvert
    • il y a le vivre et le couvert
  6. σκιερός δεντροφυτεμένος τόπος
    • il y a un couvert dans ce jardin
    • mettons-nous sous ce couvert
  7. η εμφάνιση ή η διεύθυνση ενός δέματος
    • cela est arrivé franc de port sous le couvert du ministre
  8. (μεταφορικά) …
    • sous le couvert de, λαμβάνοντας την όψη, την εμφάνιση του/της
    • il accomplit toutes ces trahisons sous le couvert de l’amitié, sous le couvert de l’intérêt qu’il prétend nous porter
    • ces odieuses persécutions eurent lieu sous le couvert de la justice

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

à couvert de

  1. λέγεται για έναν τόπο όπου κάποιος μπορεί να προφυλαχτεί από βροχή, άνεμο ή οποιονδήποτε κίνδυνο
    • être à couvert de l’orage, de la pluie
    • il ne craint point le mauvais temps, il est à couvert
    • il s’est mis à couvert
    • être à couvert du danger, à couvert des obus
    • être à couvert d’un bois, d’un marais d’une rivière, etc. - προστατεύομαι χάρη σε ένα δάσος, ένα έλος, κλπ.
    • être à couvert de ses ennemis
    • être à couvert de la nécessité
    • mettre sa réputation à couvert de tout soupçon
    • son honneur est à couvert
  2. (οικονομία) …
    • être à couvert, έχω κάποια σίγουρη εγγύηση για ένα δάνειο που δίνω σε κάποιον

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

couvert (fr)

  • μετοχή του ρήματος couvrir στο αρσενικό του ενικού



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

couvert (nl) ή koevert (nl)

  1. το κουβέρ
  2. ο φάκελος

Συνώνυμα

επεξεργασία