Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουβέρ < γαλλική couvert < couvrir ("να καλύπτω")

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈveɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουβέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. ατομικό σερβίτσιο συνοδευμένο με επιπλέον απαραίτητα (ψωμί, νερό) κατά το σερβίρισμα σε εστιατόριο
  2. το πάγιο ποσό χρέωσης ενός σερβιρίσματος σε εστιατόριο

Συγγενικά επεξεργασία

(με την έννοια "καλύπτω")

  Μεταφράσεις επεξεργασία