πάγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάγιος | η | πάγια | το | πάγιο |
γενική | του | πάγιου | της | πάγιας | του | πάγιου |
αιτιατική | τον | πάγιο | την | πάγια | το | πάγιο |
κλητική | πάγιε | πάγια | πάγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάγιοι | οι | πάγιες | τα | πάγια |
γενική | των | πάγιων | των | πάγιων | των | πάγιων |
αιτιατική | τους | πάγιους | τις | πάγιες | τα | πάγια |
κλητική | πάγιοι | πάγιες | πάγια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπάγιος < μεσαιωνική ελληνική πάγιος
Επίθετο
επεξεργασίαπάγιος
- σταθερός, αμετάβλητος
- το ουδέτερο ως ουσ. το πάγιο → δείτε τη λέξη