Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παγίως < πάγιος

  Επίρρημα επεξεργασία

παγίως

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγίως < πάγι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

παγίως

  1. στέρεα, σε στερεά μορφή
  2. με σίγουρο και θετικό τρόπο
    παγίως λέγειν

  Πηγές επεξεργασία