παγίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παγίως < πάγιος
Επίρρημα
επεξεργασίαπαγίως
- με πάγιο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγίως
→ δείτε τη λέξη πάγια |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαγίως
Πηγές
επεξεργασία- πάγιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.