Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παγιωμέν
ος
η
παγιωμέν
η
το
παγιωμέν
ο
γενική
του
παγιωμέν
ου
της
παγιωμέν
ης
του
παγιωμέν
ου
αιτιατική
τον
παγιωμέν
ο
την
παγιωμέν
η
το
παγιωμέν
ο
κλητική
παγιωμέν
ε
παγιωμέν
η
παγιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παγιωμέν
οι
οι
παγιωμέν
ες
τα
παγιωμέν
α
γενική
των
παγιωμέν
ων
των
παγιωμέν
ων
των
παγιωμέν
ων
αιτιατική
τους
παγιωμέν
ους
τις
παγιωμέν
ες
τα
παγιωμέν
α
κλητική
παγιωμέν
οι
παγιωμέν
ες
παγιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παγιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
παγιωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παγιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγιωμένος
αγγλικά
:
για συμπεριφορά, συνήθεια, δοξασία, πεποίθηση
:
entrenched
(en)