Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγιωμένος η παγιωμένη το παγιωμένο
      γενική του παγιωμένου της παγιωμένης του παγιωμένου
    αιτιατική τον παγιωμένο την παγιωμένη το παγιωμένο
     κλητική παγιωμένε παγιωμένη παγιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγιωμένοι οι παγιωμένες τα παγιωμένα
      γενική των παγιωμένων των παγιωμένων των παγιωμένων
    αιτιατική τους παγιωμένους τις παγιωμένες τα παγιωμένα
     κλητική παγιωμένοι παγιωμένες παγιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγιώνω

  Μετοχή επεξεργασία

παγιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία