↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερβίτσιο τα σερβίτσια
      γενική του σερβίτσιου των σερβίτσιων
    αιτιατική το σερβίτσιο τα σερβίτσια
     κλητική σερβίτσιο σερβίτσια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερβίτσιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική servizio < λατινική servitium < servus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ser-u-o (φρουρός, φύλακας)
 
Ένα σερβίτσιο τσαγιού.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /seɾˈvi.t͡sço/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερβίτσιο ουδέτερο

  1. (κουζινικά) το σύνολο των επιτραπέζιων σκευών (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα κ.ά.) με κοινά σχέδια ή διακοσμητικά μοτίβα
  2. τα επιτραπέζια σκεύη (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα κ.ά.) που δίνονται σε κάποιον για να φάει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία