σερβίτσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερβίτσιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική servizio < λατινική servitium < servus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ser-u-o (φρουρός, φύλακας)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾˈvi.t͡sço/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερβίτσιο ουδέτερο
- (κουζινικά) το σύνολο των επιτραπέζιων σκευών (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα κ.ά.) με κοινά σχέδια ή διακοσμητικά μοτίβα
- τα επιτραπέζια σκεύη (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα κ.ά.) που δίνονται σε κάποιον για να φάει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σερβίρω