πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουτάλι τα κουτάλια
      γενική του κουταλιού των κουταλιών
    αιτιατική το κουτάλι τα κουτάλια
     κλητική κουτάλι κουτάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κουτάλι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουτάλι ουδέτερο

  1. (κουζινικά) το οικιακό σκεύος με το οποίο τρώγονται οι υγρές, πολτώδεις ή κρεμώδεις τροφές. Αποτελείται από μια μικρή και ρηχή κοιλότητα και μια λαβή
      τρώω με κουτάλι
  2. (συνεκδοχικά) η ποσότητα που χωρά στην κοιλότητα του παραπάνω σκεύους
      ένα κουτάλι ζάχαρη
    ταυτόσημα: κουταλιά
  3. (ειδικότερα) το κουτάλι της σούπας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τρώω κάτι με το κουτάλι:
    • τρώω σε μεγάλες ποσότητες
    • γνωρίζω πάρα πολύ καλά κάτι γιατί έχω εντρυφήσει σε αυτό
  • τρώω με χρυσά κουτάλια: περνάω πλουσιοπάροχα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία