κουτάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουτάλι | τα | κουτάλια |
γενική | του | κουταλιού | των | κουταλιών |
αιτιατική | το | κουτάλι | τα | κουτάλια |
κλητική | κουτάλι | κουτάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουτάλι< (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτάλι(ν) < ελληνιστική κοινή κώταλις (κουτάλα)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈta.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τά‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουτάλι ουδέτερο
- (κουζινικά) το οικιακό σκεύος με το οποίο τρώγονται οι υγρές, πολτώδεις ή κρεμώδεις τροφές. Αποτελείται από μια μικρή και ρηχή κοιλότητα και μια λαβή
- ⮡ τρώω με κουτάλι
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα που χωρά στην κοιλότητα του παραπάνω σκεύους
- (ειδικότερα) το κουτάλι της σούπας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τρώω κάτι με το κουτάλι:
- τρώω σε μεγάλες ποσότητες
- γνωρίζω πάρα πολύ καλά κάτι γιατί έχω εντρυφήσει σε αυτό
- (κατ’ επέκταση) έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες
- τρώω με χρυσά κουτάλια: περνάω πλουσιοπάροχα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
κουτάλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτάλι