découvert
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | découvert | découverts |
θηλυκό | découverte | découvertes |
Επίθετο
επεξεργασίαdécouvert (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | découvert | découverts |
θηλυκό | découverte | découvertes |
découvert (fr)