Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαρτοπετσέτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χαρτοπετσέτ
α
οι
χαρτοπετσέτ
ες
γενική
της
χαρτοπετσέτ
ας
των
χαρτοπετσετ
ών
αιτιατική
τη
χαρτοπετσέτ
α
τις
χαρτοπετσέτ
ες
κλητική
χαρτοπετσέτ
α
χαρτοπετσέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαρτοπετσέτα
<
χαρτο-
+
πετσέτα
μια στοίβα
χαρτοπετσέτες
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαρτοπετσέτα
θηλυκό
πετσέτα
από
χαρτί
, συνήθως μιας
χρήσεως
και διπλωμένη στα
τέσσερα
Συγγενικά
επεξεργασία
χαρτοπετσετοθήκη
χαρτοπετσετούλα
→
και
δείτε
τις λέξεις
χαρτί
και
πετσέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαρτοπετσέτα
αγγλικά
:
paper
(en)
napkin
(en)
γαλλικά
:
serviette
(fr)
(
θηλυκό
) en
papier
(fr)