napkin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
napkin | napkins |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnapkin (en)
- η πετσέτα, η χαρτοπετσέτα, μικρό κομμάτι ύφασμα για το στόμα και τα χέρια κατά το γεύμα
- ↪ He wiped his lips on the napkin.
- Σκούπισε τα χείλη στην πετσέτα.
- ↪ napkin/paper napkin - χαρτόπετσέτα
- ↪ He wiped his lips on the napkin.
- η σερβιέτα