σερβιέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερβιέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική serviette
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερβιέτα θηλυκό
- κομμάτι ύφασμα (συνήθως επεξεργασμένο βαμβάκι) που απορροφά το αίμα κατά την διάρκεια της περιόδου μιας γυναίκας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σερβιέτα