ταμπόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταμπόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon[1] [2] < μέση γαλλική tampion < tapon < παλαιά γαλλική tape < φραγκική *tappo < πρωτογερμανική *tappô
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈbon/ & /tamˈbon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπόν ουδέτερο άκλιτο
- βύσμα, τάπα
- κουτί με μαλακό περιεχόμενο στο οποίο βάζουμε μελάνι για τις σφραγίδες
- (ιατρική) ειδική γάζα για τον περιορισμό ή το σταμάτημα της ροής του αίματος
- είδος κυλινδρικής σερβιέτας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ταμπόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ταμπόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ταμπόν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)