ταμπόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ταμπόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon[1] [2] < μέση γαλλική tampion < tapon < παλαιά γαλλική tape < φραγκική *tappo < πρωτογερμανική *tappô

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈbon/ & /tamˈbon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπόν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταμπόν ουδέτερο άκλιτο
- βύσμα, τάπα
- κουτί με μαλακό περιεχόμενο στο οποίο βάζουμε μελάνι για τις σφραγίδες
- (ιατρική) ειδική γάζα για τον περιορισμό ή το σταμάτημα της ροής του αίματος
- είδος κυλινδρικής σερβιέτας
- ※ Με την ευκαιρία αγοράζει ένα κουτί ταμπόν που θα χρειαστεί σίγουρα μέχρι το βράδυ , αν ερμηνεύει σωστά το σφίξιμο στην κοιλιά της (Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Ίσως την επόμενη φορά, εκδ. Μεταίχμιο, 2017)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
ταμπόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ταμπόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ταμπόν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)