Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμπόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon[1] [2] < μέση γαλλική tampion < tapon < παλαιά γαλλική tape < φραγκική *tappo < πρωτογερμανική *tappô
 
σφραγίδα για ημερομηνίες επάνω σε ταμπόν (2)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈbon/ & /tamˈbon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐μπόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
ταμπόν (4)

ταμπόν ουδέτερο άκλιτο

  1. βύσμα, τάπα
  2. κουτί με μαλακό περιεχόμενο στο οποίο βάζουμε μελάνι για τις σφραγίδες
  3. (ιατρική) ειδική γάζα για τον περιορισμό ή το σταμάτημα της ροής του αίματος
  4. είδος κυλινδρικής σερβιέτας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ταμπόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ταμπόνΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)