↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταμποναρισμένος η ταμποναρισμένη το ταμποναρισμένο
      γενική του ταμποναρισμένου της ταμποναρισμένης του ταμποναρισμένου
    αιτιατική τον ταμποναρισμένο την ταμποναρισμένη το ταμποναρισμένο
     κλητική ταμποναρισμένε ταμποναρισμένη ταμποναρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταμποναρισμένοι οι ταμποναρισμένες τα ταμποναρισμένα
      γενική των ταμποναρισμένων των ταμποναρισμένων των ταμποναρισμένων
    αιτιατική τους ταμποναρισμένους τις ταμποναρισμένες τα ταμποναρισμένα
     κλητική ταμποναρισμένοι ταμποναρισμένες ταμποναρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμποναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταμπονάρω

ταμποναρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία