ταμπονάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tam.boˈna.ro/ & /ta.boˈna.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπο‐νά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαταμπονάρω
- χρησιμοποιώντας ταμπόν (ή γάζα) πιέζω για να σταματήσω αιμορραγία, να καθαρίσω πληγή, την επιδερμίδα κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταμπόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταμπονάρω
|
Πηγές
επεξεργασία- ταμπονάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταμπονάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ταμπονάρω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)