Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tampon tampons

tampon (fr) αρσενικό

  1. ταμπόν



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tampon (pl) αρσενικό

  1. ταμπόν