ταμπόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταμπόνι | τα | ταμπόνια |
γενική | του | ταμπονιού | των | ταμπονιών |
αιτιατική | το | ταμπόνι | τα | ταμπόνια |
κλητική | ταμπόνι | ταμπόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταμπόνι < (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon < μέση γαλλική tampion < tapon < παλαιά γαλλική tape < φραγκική *tappo < πρωτογερμανική *tappô
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈbo.ni/ & /tamˈbo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπόνι ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ταμπόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταμπόνι
|
Πηγές
επεξεργασία- ταμπόνι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)