Ετυμολογία

επεξεργασία
serviette < servir + -ette

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
serviette serviettes

serviette (fr) θηλυκό

  1. η πετσέτα
  2. serviette hygiénique - η σερβιέτα