μπούζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπούζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική buz + -ι [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbu.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐ζι
Επίθετο επεξεργασία
μπούζι άκλιτο
Επίρρημα επεξεργασία
μπούζι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπούζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας