Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιόνισμα τα χιονίσματα
      γενική του χιονίσματος των χιονισμάτων
    αιτιατική το χιόνισμα τα χιονίσματα
     κλητική χιόνισμα χιονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιόνισμα < χιονίζω + -σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιόνισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιονίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία