Δείτε επίσης: χιονάτη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χιονάτη οι Χιονάτες
      γενική της Χιονάτης
    αιτιατική τη Χιονάτη τις Χιονάτες
     κλητική Χιονάτη Χιονάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
H Χιονάτη

Ετυμολογία

επεξεργασία
Χιονάτη < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schneewittchen ή από τη γαλλική Blanche-Neige [1] του παραμυθιού του 1812 των Αδερφών Γκριμ

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χιονάτη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία