Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαν τα χιόνια < → δείτε τις λέξεις σαν, τα και χιόνι στον πληθυντικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsan‿daˈçoɲa/

  Έκφραση επεξεργασία

σαν τα χιόνια!

  • για κάποιον που εμφανίζεται μετά από μεγάλη απουσία
    Βρε, βρε, καλώς τον! σαν τα χιόνια! Πού ήσουνα τόσους μήνες;

Δείτε επίσης επεξεργασία