μολδαβικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μολδαβικά | ||
γενική | των | μολδαβικών | ||
αιτιατική | τα | μολδαβικά | ||
κλητική | μολδαβικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μολδαβικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μολδαβικός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μολδαβικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιέται στη Μολδαβία. Γράφεται με κυριλλικό και λατινικό αλφάβητο
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ενδώνυμο: moldovenească / молдовеняскэ
- αγγλικά: Moldovan (παλαιότερα: Moldavian)
- κωδικός γλώσσας: mo